ἁπλοειδής

ἁπλοειδής
ἁπλο-ειδής, ές,
A simple or single, Theol.Ar.52 ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • μονοκάρυος — ο, θηλ. και α φρ. «μυκήλιο μονοκάρυο» (μυκητ.) μυκήλιο τού οποίου τα κύτταρα περιέχουν έναν απλοειδή πυρήνα ή περισσότερους απλοειδής πυρήνες τού ίδιου γενετικού τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κάρυον «καρύδι»] …   Dictionary of Greek

  • διπλοειδή — Κύτταρα με δύο σειρές χρωμοσωμάτων, τα οποία συμβολίζονται ως 2n, σε αντίθεση με τα απλοειδή κύτταρα, τα οποία φέρουν μία χρωμοσωμική σειρά και συμβολίζονται ως n (n είναι ο αριθμός των χρωμοσωμάτων της απλοειδούς σειράς). Τα ζεύγη των… …   Dictionary of Greek

  • εναλλαγή γενεών — Φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις ομάδες των φυτών που παρουσιάζουν εγγενή αναπαραγωγή και συνίσταται στη διαδοχική εναλλαγή δύο γενεών. Η μία έχει κανονική βλαστητική αγενή αναπαραγωγή (σποριοφυτική, διπλοειδής γενεά) που ολοκληρώνεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”